κοινός

κοινός
κοινός (-ῷ, -όν; -άν, -αί; -όν nom., acc.)
1 common, mutual, shared of that which people have in common. κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον i. e. that are shared by Theron and Xenokrates O. 2.50 μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος i. e. which his descendants, the Eratidai, have in common O. 7.92 ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν i. e. the hymn in which we join O. 10.11 εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος this prayer in which we all share P. 3.2 καταίνησάν τε κοινὸν γάμον μεῖξαι i. e. to which both sides are agreed P. 4.222

σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102

πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.15

κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν pr. N. 1.32

Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος N. 4.12

ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα pr. N. 7.30 μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος i. e. to be shared between them I. 7.24 n. s. pro subs., the public interest, ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς as a private citizen on a mission of public interest Das private Fest beruft ihn dazu, die Ruhmestaten des ganzen Volkes zu besingen, Wil. O. 13.49 τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. [dub., ὄλβιος ὅστις ἰδὼν ἐκεῖνα κοινὰ εἶσ' ὑπὸ χθόν (codd.: κεῖν' εἶσ Teuffel, edd.) fr. 137. 1.]

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοινός — common masc nom sg κοινός common masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοῖνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει σε περισσότερους από έναν, δημόσιος: Έχουμε κοινό ταμείο. 2. αυτός που αρμόζει σ όλους: Η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή. 3. μέτριος: Αγόρασα ένα κοινό σπίτι. 4. αυτός που συγκεντρώνει τις προσπάθειες πολλών: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινός διαιρέτης — Μαθηματικός όρος, που υποδηλώνει τον αριθμό ο οποίος διαιρεί μια ομάδα άλλων αριθμών ακριβώς, δηλαδή χωρίς να αφήνει υπόλοιπο. Για παράδειγμα, ο αριθμός 2 είναι κ.δ. των αριθμών 4, 8, 16 κ.ά …   Dictionary of Greek

  • παράγοντας και κοινός παράγοντας — (Μαθημ.). Οποιοιδήποτε αριθμοί, όταν συνδέονται μεταξύ τους με την πράξη του πολλαπλασιασμού, είναι οι παράγοντες του γινομένου τους. Ο πολλαπλασιασμός τελείται μεταξύ παραγόντων και έτσι η έννοια π. είναι σύμφυτη με την πράξη αυτή. Κάθε γινόμενο …   Dictionary of Greek

  • Ἑρμῆς κοινός. — См. Чур пополам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοινότερον — κοινός common adverbial comp κοινός common masc acc comp sg κοινός common neut nom/voc/acc comp sg κοινός common adverbial comp κοινός common masc acc comp sg κοινός common neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτάτων — κοινός common fem gen superl pl κοινός common masc/neut gen superl pl κοινός common fem gen superl pl κοινός common masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτέραις — κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτέρων — κοινός common fem gen comp pl κοινός common masc/neut gen comp pl κοινός common fem gen comp pl κοινός common masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”